- βαλανευτής
- βαλανευτής, ο (Α) [βαλανεύω]ο βαλανεύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαλανευταί — βαλανευτής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανευτικός — βαλανευτικός, ή, όν (Α) [βαλανευτής] 1. αυτός που ανήκει στα λουτρά ή έχει σχέση μ αυτά 2. το θηλ. ως ουσ. το επάγγελμα του βαλανέως … Dictionary of Greek